- κύλικας
- ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, -κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ)1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.)2. παροιμ. «πολλά μεταξὺ κύλικος πέλει καὶ χείλεος ἄκρου» — πολλά μπορεί να συμβούν από στιγμή σε στιγμήνεοελλ.κύπελλο, ποτήρι με λεπτό λαιμό και πλατιά στρογγυλή βάσηαρχ.1. (στην Κύπρο) κοτύλη*2. φρ. «ἐπὶ τῇ κύλικι λέγειν» ή «ἐπὶ τῆς κύλικος φλυαρεῑν» — συζητώ πίνοντας κάτι, φλυαρώ πίνοντας, κυλικηγορώ*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *kl- τής ΙΕ ρίζας *kel- «ποτήρι, κάλυκας φυτού» και εμφανίζει επίθημα -ιξ (πρβλ. ράδ-ιξ, σπάδ-ιξ). Το -υ- τού τ. αναπτύχθηκε ως συνοδίτης φθόγγος αντί τού αναμενόμενου -α- < -l- (πρβλ. φύλλον). Ο τ. συνδέεται με τον τ. κάλυξ*, με το λατ. calix και με το αρχ. ινδ. kalάśa- «αγγείο, δοχείο».ΠΑΡ. κυλικείοαρχ.κυλίκειος, κυλίκιον, κυλικώδηςαρχ.-μσν.κυλικίς.ΣΥΝΘ. αρχ. κυλικηγόρος, κυλικήρυτος, κυλικοφόρος].
Dictionary of Greek. 2013.